- θεομιμησία
- θεομιμησία, ἡ (AM) [θεομίμητος]η μίμηση τού θεού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
ԱՍՏՈՒԱԾԱՆՄԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0327 Chronological Sequence: 8c, 10c, 11c, 12c գ. θεομιμησία, τὸ θεομίμητον divina similitudo, vel imitatio եւ մ. θεομιμήτως, ἑνθέως dei imitatione, vel exemplo Նմանութիւն Աստուծոյ. *Յարձակի ըստ կարողութեան յաստուածանմանութիւնն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)